μαϊμουδάκι

μαϊμουδάκι
το
1. μικρή σε ηλικία ή μικρόσωμη μαϊμού
2. θωπευτική προσφώνηση μικρού παιδιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πίθων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκιδεύς — ο, ΝΑ το νεογνό τού πιθήκου, μαϊμουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”